- ἐπιπολαστικός
- ἐπιπολαστικόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπολαστικός — ή, ό (Α ἐπιπολαστικός, ή, όν) [επιπολάζω] αυτός που έχει την ιδιότητα να επιπολάζει, να παραμένει στην επιφάνεια ενός υγρού νεοελλ. άφθονος αρχ. (για τροφές) αυτός που παραμένει άπεπτος, αχώνευστος στο στομάχι και επομένως δημιουργεί τάση για… … Dictionary of Greek
ἐπιπολαστικά — ἐπιπολαστικός neut nom/voc/acc pl ἐπιπολαστικά̱ , ἐπιπολαστικός fem nom/voc/acc dual ἐπιπολαστικά̱ , ἐπιπολαστικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαστικόν — ἐπιπολαστικός masc acc sg ἐπιπολαστικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαστικοί — ἐπιπολαστικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαστικοῦ — ἐπιπολαστικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαστικῆς — ἐπιπολαστικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαστική — ἐπιπολαστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαστικῶς — ἐπιπολαστικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαστικῷ — ἐπιπολαστικός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαστικώτερα — ἐπιπολαστικός neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)